- φυλακωμένος
- -η, -ομτχ. παθ. πρκ. του φυλακώνω (βλ. λ.), ο φυλακισμένος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλακωμένος — η, ο, Ν βλ. φυλακώνω … Dictionary of Greek
φυλακωτός — ή, ό, Ν [φυλακώνω] φυλακωμένος … Dictionary of Greek
φυλακώνω — Ν [φυλακή] 1. φυλακίζω, κλείνω κάποιον στη φυλακή 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φυλακωμένος, η, ο φυλακισμένος … Dictionary of Greek
φυλακίζω — φυλάκισα, φυλακίστηκα, φυλακισμένος, και φυλακώνω φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος 1. μτβ., κλείνω κάποιον στη φυλακή, τον φυλακώνω, τον κλείνω μέσα. 2. τιμωρώ με την ποινή της φυλάκισης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακισμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φυλακίζω (βλ. λ.) 1. ο κλεισμένος στη φυλακή ως υπόδικος ή κατάδικος, ο φυλακωμένος. 2. μτφ., ο περιορισμένος στο σπίτι του, αυτός που του έχει απαγορευτεί να βγαίνει από αυτό όποτε θέλει: Έχει φυλακισμένη τη γυναίκα του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλακώνω — φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος, βλ. φυλακίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)